- ανεπίξεστος
- ἀνεπίξεστος, -ον (AM)(για οικοδόμημα)ο αδιακόσμητος, ο μισοτελειωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επιξέω «ξέω την επιφάνεια, διακοσμώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνεπίξεστον — ἀνεπίξεστος not polished masc/fem acc sg ἀνεπίξεστος not polished neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)